μισελληνισμός

μισελληνισμός
ο
το να είναι κανείς μισέλληνας, η εχθρότητα και το μίσος εναντίον των Ελλήνων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μισελληνισμός — ο η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μισέλληνα, το μίσος προς την Ελλάδα, τους Έλληνες και γενικά σε οτιδήποτε ελληνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισέλλην + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Κων/νο Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”